- πλεοναχῶς
- πλεοναχόςmanifoldadverbialπλεοναχῶςmanifoldindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλεοναχός — ή, όν, Α 1. ο κάθε είδους ή λογής, παντοειδής, ποικίλος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πλεοναχόν η ποικιλία. επίρρ... πλεοναχῶς και πλειοναχῶς Α με πολλούς τρόπους ή με διαφορετικές έννοιες («πλεοναχῶς ἐτυμολογεῑν», Στραβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πλέον, ουδ. τού… … Dictionary of Greek
πλειοναχώς — Α επίρρ. βλ. πλεοναχώς … Dictionary of Greek
ՅՈԳՆԱԲԱՐ — ( ) NBH 2 0363 Chronological Sequence: 6c, 10c, 11c ա. ՅՈԳՆԱԲԱՐ կամ ՅՈՔՆԱԲԱՐ. πλεοναχῶς multis modis, multifariam, varie. Բազմապատիկ. բազմադիմի օրինակաւ. յոգնակի. յոլով անգամ. *Եւ է որակութիւն ʼի յոգնաբար ասիցելոց. Արիստ. որակ.: *Ունակութիւն եւ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)